Κάθε χρόνο το ίδιο. Φίλοι που λένε “πάμε ένα ταξίδι”, ενθουσιασμός που κρατάει τρία λεπτά, και μετά η σιωπή. Όλοι θέλουν αλλά κανείς δεν μπορεί. Ή δεν αποφασίζει. Ή απλώς δεν το εννοεί.
Και μένεις εσύ, με την ανάγκη να φύγεις, με τη βαλίτσα στο μυαλό σου και με εκείνο το αίσθημα ότι, για να ζήσεις κάτι, πρέπει πρώτα να περιμένεις κάποιον άλλο να είναι διαθέσιμος.
Η σιωπή της παρέας είναι πιο εκκωφαντική από τη μοναξιά του δρόμου
Δεν είναι η έλλειψη συντροφιάς που σε βαραίνει. Είναι η αναμονή. Η αναβλητικότητα. Η κούραση του να ζητάς το αυτονόητο: “πάμε κάπου, να αλλάξουμε εικόνες.” Και η απάντηση να είναι πάντα ένα “θα δούμε”.
Ε, όχι. Δεν θα δούμε. Θα φύγω. Μόνος.
Γιατί το solo δεν είναι μοναξιά
Το solo είναι κίνηση. Είναι “δεν αντέχω να μείνω ακίνητος άλλο”. Είναι “ό,τι βρω θα το ζήσω, κι αν δεν μου αρέσει, τουλάχιστον θα το έχω δει με τα μάτια μου”. Είναι αυτοσεβασμός, όχι εγκατάλειψη.
Δεν είναι ανάγκη να πάρεις βουνά και ωτοστόπ. Μπορεί να είναι ένα city break. Ένα καφέ στη Σόφια. Ένα Airbnb σε χωριό της Ισπανίας. Αρκεί να μην είσαι κολλημένος σε μια καρέκλα επειδή η παρέα σου “δεν μπορεί τώρα”.
Έχεις ήδη καθυστερήσει
Η ζωή δεν σταματά για να προλάβουν οι άλλοι. Δεν κρατά θέσεις. Δεν επιστρέφει διαδρομές. Κάθε μέρα που λες “του χρόνου”, χάνεις κάτι που δεν θα το ζήσεις ποτέ ξανά με την ίδια όρεξη, τον ίδιο αέρα, την ίδια ανάγκη.
Θες να πας Ιταλία; Πήγαινε. Θες Πήλιο; Πήγαινε. Θες Θεσσαλονίκη μόνο και μόνο για να φας μπουγάτσα; Πήγαινε. Και στην τελική, θες να μείνεις σπίτι; Μείνε. Αρκεί να είναι επειδή το επέλεξες — όχι επειδή περίμενες.
Στο δρόμο δεν είσαι ποτέ εντελώς μόνος
Θα βρεις ανθρώπους που σκέφτονται σαν κι εσένα. Που έκαναν την ίδια υπέρβαση. Που κοιτάνε πίσω σου στο λεωφορείο και σε ρωτάνε: “Πας solo;” Και πριν καν απαντήσεις, χαμογελάνε με κατανόηση.
Αν το διαβάζεις αυτό, είσαι ήδη πιο κοντά απ’ όσο νομίζεις.
Η παρέα που έψαχνες… δεν είναι πίσω σου. Είναι μπροστά σου.
Δεν χρειάζεται να πεις σε κανέναν γιατί φεύγεις μόνος.
Αρκεί που ξέρεις εσύ γιατί δεν άντεχες να μείνεις.